Thema People, 21 Ιανουαρίου 2018, σελ. 8-11
ΤΖΙΜΑΚΟΣ: Ο μέγας σατιρικός
Ζωή ακατάλληλη για ανηλίκους κάθε ηλικίας
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΑΚΙΡΟΓΛΟΥ
Η ανελέητη σάτιρα, το ισοπεδωτικό κράξιµο στον µικροαστισµό, οι ατάκες και τα αλλόκοτα τραγούδια που σκάρωνε -και συχνά έγραφαν Ιστορία σίγησαν από την προηγούµενη Κυριακή. Ο Τζιµάκος έφυγε - και η ελληνική ροκ-ποπ κουλτούρα δεν θα είναι ποτέ πια η ίδια...
Ενα φύλλο χαρτί που έκοψε από το τετράδιό του «παρουσία του πελάτου» -εν προκειµένω του δηµοσιογράφου- είναι το προσωπικό αναµνηστικό του γράφοντος από τον Τζιµάκο. Είναι ένα ποτ-πουρί από ελληνικά σουξέ όπως το «Ενα πρωινό», «Το καλοκαιράκι», «Βρέχει φωτιά στη στράτα µου», «Ξύπνα αγάπη µου» κ.ά., όλα µαζί πεταµένα στο σουρεάλ µίξερ του Πανούση, σε αναίσχυντες εικονοκλαστικές παραλλαγές, σαν εναλλακτική πρόταση αποτύπωσης των απόψεών του αντί µιας τυπικής συνέντευξης που έγινε το 2009. Οι στίχοι που αποτύπωσε µε το χέρι του ο Τζιµάκος στο χαρτί (ένα χαρτί που επί εννέα χρόνια έζησε στην ίδια τσάντα του καθηµερινού επαγγελµατικού σούρτα-φέρτα) είναι γραµµένοι µε κεφαλαία γράµµατα. Οπως οι επιτύµβιες επιγραφές, όπως αυτή που σε λίγο καιρό θα σηµατοδοτεί το σηµείο όπου θάφτηκε ένα σπουδαίο καλλιτεχνικό ταλέντο, µουσικό, ποιητικό, σατιρικό, υποκριτικό. Το χαρτί έχει όση αξία έχουν τα σουβενίρ και ως τέτοιο δεν µπορεί να βοηθήσει πολύ κάποιον που καλείται να ολοκληρώσει ένα κείµενο για τον Τζιµάκο, ακριβώς την ώρα που πάνω από τη σορό του ψάλλεται η νεκρώσιµη ακολουθία.
Επί προσωπικού, µια σύντοµη γνωριµία και περισσότερες παραστάσεις απ’ όσες αντέχει να ανακαλεί η µνήµη συνιστούν το κεφάλαιο «Τζίµης Πανούσης». Πρόχειρα, ποια ήταν η καλύτερη στιγµή του; Το «Ροµπέν των χαζών» την Τσικνοπέµπτη του 1992 στο «Ρόδον», µε λεκάνες τουαλέτας που ανέδιδαν καπνό να είναι απλωµένες στη σκηνή και τον Τζίµη σε µεγάλη φόρµα να παραληρεί για την πολιτική κατάσταση και να περιγράφει τον εαυτό του «σαν τον Σαµουήλ στο Κούγκι», κρυµµένο µέσα στο «βυζί» του µπουζουκιού. ∆εν ήταν όµως εξίσου αξέχαστο εκείνο το άλλο live στον Λυκαβηττό το 1993, τότε που ήταν ακόµη αεικίνητος σαν παχουλή σβούρα και κοπανιόταν µεταξύ σκηνής και εξέδρας επί δύο ώρες; Θυµήσου όµως και το άλλο, το παµπάλαιο, σε κάποιο καταγώγιο των Εξαρχείων -ή µήπως της Πλάκας;- όταν µία κοπέλα από το κοινό είχε σκαλώσει και του φώναζε σε κάθε κενό ανάµεσα στα τραγούδια «πες το γ... το Χριστό, πες το γ... το Χριστό». Οπότε, κι ο Τζιµάκος απαύδησε κάποια στιγµή και της είπε: «Τι θες, µωρή, ξεκόλλα! Σε βρίζω εγώ;» Περισσότερα επ’ αυτού του µνηµειώδους άσµατος παρακάτω.
Τι να πρωτοθυµηθεί ένας fan σαν φόρο τιµής, τραγικής αφορµής δοθείσης από τον θάνατό του; Τις παρλάτες µε τα εξωφρενικά λογοπαίγνια («εκκενώσεις πόθων», «µπάτσοιτζάµπινγκ», «λαϊκή βούλωση», «όταν ανεβαίνει η οικολογία ψηφίζουν και τα δέντρα» κ.λπ.), τις µιµήσεις, τα µουσικά ποτπουρί στα οποία στριµώχνονταν ρεφρέν από Σαββόπουλο και Rolling Stones µέχρι Αντζελα ∆ηµητρίου; Θρυλικό, επίσης το «Προσεχώς Βουλγάρες», που ξεκινούσε µε µια καλλονή, η οποία εµφανιζόταν ολόγυµνη για να ντυθεί επί σκηνής και να φύγει. Αλλά και εκείνη η παράσταση όπισθεν του Αλσους στο Πεδίον του Αρεως, το «Με λένε Πόπη Νο.2: Η Επιστροφή», το 1999, όπου ο Τζίµης Πανούσης έκανε ντουέτο µε τον Γιώργο Νταλάρα (για την ακρίβεια έναν κλώνο του ως προς τη χροιά της φωνής), ενώ µετά το πέρας του σόου περίµενε τους θεατές καθισµένος σε θρόνο, αµίλητος και µε ένα αινιγµατικό χαµόγελο σαν Μαντόνα σε καθολική εκκλησία.
Το µοιραίο λάθος
Ολα αυτά ήταν Τζίµης Πανούσης - και ταυτόχρονα ο ίδιος παρέµενε ένας γνωστός-άγνωστος. Πώς βρέθηκε από τον περιθωριακό cult «∆ράκουλα των Εξαρχείων» να παίζει Αριστοφάνη στην Επίδαυρο; Γιατί η κηδεία του ήταν θρησκευτική ενώ είχε κάνει δύο πολιτικούς γάµους - παρόλο που ήταν ιδεολογικά εναντίον του γάµου ως κοινωνικού θεσµού; Γιατί έως το τελευταίο του live στο «Κύτταρο» εξευτέλιζε χωρίς κανένα έλεος την Εκκλησία (µε φονικές ατάκες όπως «για να γίνεις ηγούµενος πρέπει να σε κανονίσει ο προηγούµενος» κ.λπ.), ενώ ο ίδιος ήταν, µυστικά και αθόρυβα, θρησκευόµενος; Γιατί ένας τόσο ντροπαλός στην καθηµερινή του συναναστροφή άνθρωπος επί σκηνής οργίαζε, βωµολοχώντας ασυστόλως, προσβάλλοντας, πολύ συχνά ακόµη και µε ποινικά επιλήψιµους χαρακτηρισµούς δηµόσια πρόσωπα; Πώς συµβίβαζε µέσα στο κεφάλι του τη φυσική ευγένεια µε την απόλυτη αδιακρισία, όπως όταν έκανε το καθιερωµένο νούµερο ανοίγοντας τσάντες γυναικών από το ακροατήριό του; Και ύστερα µε απεριόριστη, γκροτέσκα προστυχιά, παριστάνοντας τον επιδειξία έβγαζε από τα αχαµνά του, µέσα από το χαρακτηριστικό του κολάν πλαστικά οµοιώµατα φαλλών, τα οποία πετούσε στο κοινό για να συγχαρεί εκείνη που το άρπαζε µε την ατάκα «µπράβο, πουλιά στον αέρα πιάνεις»; Γιατί έδινε παραστάσεις σε µαγαζιά που λειτουργούσαν ακριβώς σαν νυχτερινά κέντρα (µε µετρ, τραπέζια, ξηροκάρπια κ.ο.κ.), ενώ στις παρλάτες του γκρέµιζε κάθε πτυχή του µικροαστισµού και των συνηθειών του Ελληνάρα; Γιατί εδώ και πολλά χρόνια έπαιζε µόνο τα παλιά του τραγούδια, ενώ διαβεβαίωνε τους πάντες ότι δεν είχε σταµατήσει να γράφει καινούρια; Αλλά και γιατί στέρησε τόσο πρόωρα από τους δεκάδες χιλιάδες πιστούς θαυµαστές του το δικαίωµα να γκρινιάζουν «πάλι τα ίδια και τα ίδια, πάλι “Σουζάνα” και “Ντίσκο Τσουτσούνι”, ξανά-µανά τηλεφωνικές φάρσες και “Αχ Ευρώπη”, “Νεοέλληνας” και “γαµάτε γιατί χανόµαστε;”». Ναι, πάλι τα ίδια, γιατί, παρά τη στασιµότητα, ο Πανούσης ήταν must. Τα live του ήταν κάτι σαν ηθική υποχρέωση για οποιονδήποτε απολαµβάνει τη σάτιρα. Οποιονδήποτε εκτιµά το stand-up comedy (ένα είδος ψυχαγωγίας που υπηρέτησε πολύ πριν γίνει µόδα) από ένα γνήσια αναρχικό πνεύµα που µοιάζει να µην έχει κανένα όριο, κανένα ιερό και όσιο, κανένα ταµπού.
Το να πηγαίνεις σε παράσταση του Τζιµάκου ήταν κάτι σαν φόρος τιµής στη γενιά του Χηµείου, σε µια περίοδο της Μεταπολίτευσης, τα µπερδεµένα 80s, τότε που οι φοιτητικές εξεγέρσεις ψηλαφούσαν τα όρια της επανάστασης και της ανατροπής - αλλά και της καταστολής, µε άγριο ξύλο µεν, αλλά χωρίς την ανούσια τελετουργία των σηµερινών συγκρούσεων πέριξ των Εξαρχείων µεταξύ των κουκουλοφόρων επιγόνων εκείνων των παλιών εξεγερµένων και της Αστυνοµίας. Και τέλος πάντων, στον Πανούση πήγαινες ακριβώς για τις αντιφάσεις του, σαν µια τελετή κάθαρσης, εφόσον οι δικές του ήταν ακραίες, όχι όµως πολύ διαφορετικές από αυτές καθενός που ξεκαρδιζόταν ακούγοντας τους αυτοσχέδιους µονολόγους του. Αντίφαση ήταν η ζωή του, αντίφαση και ο θάνατός του, εφόσον το µόνο που δεν ήθελε ήταν να πεθάνει πριν δει τα παιδιά του, ιδιαίτερα την 9χρονη Φωτεινή, να µεγαλώνουν. Παρά τις προειδοποιήσεις, τις «κίτρινες κάρτες» µε τα εµφράγµατα, τον διαβήτη, τα προβλήµατα µε τα νεφρά κ.λπ., την κρίσιµη στιγµή δεν «συµµορφώθηκε» προς την παραίνεση του γιατρού, ο οποίος τον κράτησε στη ζωή όταν είχε καταρρεύσει επί σκηνής την 1η ∆εκεµβρίου. Ο Τζιµάκος, αντί να ακολουθήσει τη θεραπευτική οδό που του προτάθηκε, προτίµησε να υπογράψει υπεύθυνη δήλωση, αναλαµβάνοντας το ρίσκο να βγει από τη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας όπου νοσηλευόταν µετά το καρδιακό επεισόδιο που υπέστη πάνω στη σκηνή. Επέλεξε µια λιγότερο παρεµβατική µέθοδο που του προτάθηκε, λιγότερο επώδυνη και χρονοβόρα - και η κατάληξη ήταν την Τετάρτη 17 Ιανουαρίου στο κοιµητήριο Νέας Μάκρης.
Συνεργασία µε τον εχθρό
«Πίνω πάρα πολλά νερά διότι έχω πέτρα. Αντί όµως να την έχω στο µυαλό, την έχω στο νεφρό. Rolling Stones που λέµε, αλλά αυτή έχει κολλήσει και δεν ρολάρει καθόλου, κι έτσι έχω σοβαρό πρόβληµα. Αιµατουρίες κ.λπ. Γι’ αυτό είµαι τούρµπο», έλεγε αυτοσαρκαζόµενος. Και συµπλήρωνε, στο γνωστό του στυλ, ότι «εµάς τους αναρχοκουµµουνιστές µάς κατηγορούν ότι δεν έχουµε αρχές. Αυτό είναι µεγάλο λάθος. Για παράδειγµα, εγώ είµαι εναντίον της οικογένειας, αλλά υπέρ της δικής µου. Ενάντια στο κράτος, αλλά ένα κράτος θα το έφτιαχνα πολύ ωραίο, για την πάρτη µου, ένα ατοµικό κράτος. Το οποίο και προσπαθώ να φτιάξω, υψώνω σηµαία κ.λπ.»Χωρίς να διευκρινίζει ποτέ πού τελείωνε η πλάκα και πού άρχιζε η σοβαρότητα, έδινε και ταυτόχρονα απέφευγε να δικαιολογήσει τις επιλογές του: «Είναι λίγο εύκολη αυτή η κριτική, ότι “είµαι κι εγώ µέρος του συστήµατος” επειδή π.χ. δούλεψα στον ραδιοφωνικό σταθµό City (σ.σ.: ιδιοκτησίας της κυρίας Γιάννας Αγγελοπούλου). Είναι σαν να λες ότι συνεργάζοµαι µε το κράτος επειδή πληρώνω τη ∆ΕΗ. Εγώ δεν έχω σχέση µε κανέναν εδώ, µου ζήτησαν να κάνω αυτό το πράγµα, η εκποµπή πούλαγε, µε πλήρωναν και δεν µε έχει ενοχλήσει κανείς ποτέ, όχι µόνο εδώ, αλλά και σε κανένα ραδιόφωνο. Μου έχουν πει βεβαίως από κάποιο µαγαζί “σήκω φύγε”, διότι τους πήρε τηλέφωνο ο Ρουσόπουλος και τους είπε π.χ. “δεν µπορούµε να λέµε κάθε µέρα τον Καραµανλή µπουχέσα. Ετσι ναι, αλλά όποιος µε παίρνει στη δουλειά ξέρει ακριβώς τι παίρνει. Υπάρχει και µια συνωµοσιολογία, δεν ξέρεις από πού σου ’ρχεται τελικά, π.χ. ότι “η Γιάννα πήρε τον Πανούση σαν παγοθραυστικό”. ∆ιάβαζα σε ένα µπλογκ ότι δήθεν εκείνη µου είχε φτιάξει µέχρι και offshore! Για µισή ώρα εκποµπή! ∆ηλαδή, εάν έκανα τρεις ώρες εκποµπή κάθε µέρα, πόσες offshore θα µου έπαιρνε; Απίστευτα πράγµατα. Αλλά αυτό σκέφτεται ο καθένας. Σου λέει, για να τα χώνει αυτός, δεν µπορεί, θα πρέπει να έχει φράγκα, να είναι καβαντζωµένος».
Μια άλλη παραδοξότητα είναι το tzimakospanousis.gr. Χωρίς υπερβολή, δεν υπάρχει κανένας Ελληνας καλλιτέχνης που να έχει φροντίσει µε τόσο µεγάλη επιµέλεια να αρχειοθετήσει όλη του την παραγωγή. Ολα τα τραγούδια, οι δίσκοι, οι παραστάσεις, τα βιβλία, οι εµφανίσεις, επιπλέον το «επαγγελµατικό» του βιογραφικό και η πορεία της προσωπικής του ζωής, οι ατελείωτες δικαστικές περιπέτειες, µαζί µε αναρίθµητες κριτικές, άρθρα, συνεντεύξεις κ.λπ. περιλαµβάνονται άπαντα σε αυτή την ψηφιακή κιβωτό του Τζίµη Πανούση. Κι αυτό έγινε ενώ ο ίδιος χλεύαζε την τεχνολογία και τα social media.
∆εν ένιωθε καλά µε την αυτο-αποκάλυψη, παρόλο που έµοιαζε γεννηµένος για τον ρόλο του σόουµαν - έστω και στην πιο ακραία ανατρεπτική εκδοχή του. Οπότε, στην αναπόφευκτη ερώτηση, «τελικά, ποιος είσαι;», η απάντησή του δινόταν σε δύο δόσεις. Η πρώτη ήταν η «πανουσική», στο προσφιλές του σουρεάλ ύφος: «Εντάξει, όνειρα είχα πολλά, στην αρχή να γίνω νοσοκόµα, να παίζω ρόλους κ.ά., ωστόσο το µεγάλο µου όνειρο, όταν καταφέρω να επαγγελµατιστώ προσανατολιστικά, είναι να γίνω συλλέκτης γυναικείων οργασµών. Αυτό δεν αφήνει λεφτά, ιδρώτα αφήνει, αλλά και ηδονή».
Η άλλη βαριάντα της ίδιας απάντησης, η πιο «σοβαρή», έχει ως εξής: «Εχω ζήσει τροµερά πράγµατα, ανήκω σε µια τυχερή γενιά, αυτή του ’60, άσχετα εάν στο τραγούδι µου τη λέω “αδικηµένη”. Από µικρός προσπαθώ να τιθασεύσω τον εγωισµό, λέγοντας συνέχεια στον εαυτό µου “κοίτα να δεις, Τζιπάκο -γιατί οδηγώ Jeep-, αυτά που ονειρεύεσαι, αυτά που οραµατίζεσαι, δεν γίνεται να συµβούν κατά τη διάρκεια της µικρής σου ζωής, η οποία µπορεί να είναι από 40 έως 70, άντε 80 χρόνια”». Τελικά, έζησε µόλις 64.