Ο Τζιμάκος πάει για «Ειρήνη» στην Επίδαυρο
Της Τίνας Μανδηλαρά
Ο Τζιμάκος -το όνομα που του έχουν χαρίσει οι φανς του στον Τζίμη Πανούση- είναι έτοιμος να ανέβει σε ένα τεράστιο σκαθάρι για τον ρόλο του στην αριστοφανική «Ειρήνη» και να τραβήξει για το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, στις 21 και 22 Ιουλίου. Όχι μόνος του, αλλά μαζί με το Εθνικό Θέατρο και πλειάδα εκλεκτών «συνενόχων» που τον στελεχώνουν, οι καλύτεροι στον τομέα τους.
Ο Πανούσης δοκιµάζεται για πρώτη φορά ως πρωταγωνιστής σε αρχαία τραγωδία και µάλιστα στον ιερό χώρο του Ασκληπιείου, ερµηνεύοντας έναν ρόλο µε τον οποίο έχουν συνδέσει το όνοµά τους σπουδαίοι ηθοποιοί όπως ο Θανάσης Βέγγος. ∆εν υπάρχει κωµικός που να µην έχει ονειρευτεί κάποια στιγµή να επιβάλει στην Επίδαυρο τον εαυτό του ως Τρυγαίο, όπως είναι το όνοµα του αθυρόστοµου αµπελουργού που πρωταγωνιστεί στην κωµωδία του Αριστοφάνη. Το έργο είχε γραφτεί για να προβάλει και να επιβάλει την ανάγκη για ειρήνη ανάµεσα στους Σπαρτιάτες και τους Αθηναίους, σε εποχές αντίστοιχα ταραγµένες και µε την Αθήνα χτυπηµένη όχι µόνο από τον πόλεµο αλλά και από τον λιµό - που τελικά έφτασε να της στερήσει και τον ίδιο τον Περικλή. Ο αθυρόστοµος Τρυγαίος, ρόλο που θα ερµηνεύσει ο Πανούσης στην Επίδαυρο, φτάνει στον Ολυµπο µε το σκαθάρι του για να παρακαλέσει τον ∆ία να αφήσει ελεύθερη την Ειρήνη, αλλά εκείνος, θυµωµένος µε τους Ελληνες που δεν σταµατάνε τους πολέµους, είχε φύγει. Κάτι που όµως δεν έκανε τον επιβλητικό και µεγάλο ουτοπιστή Τρυγαίο να το βάλει κάτω. Συνέχισε ακάθεκτος τον αγώνα του, τροµερός και αγέρωχος, βλέποντας, µε τα αναψοκοκκινισµένα µάγουλα, τα αµπέλια του να καταστρέφονται - ο Αριστοφάνης αναφέρεται στο πραγµατικό γεγονός της καταστροφής των αµπελιών της Αττικής από τους Σπαρτιάτες. Γι’ αυτό κατέβαλε κάθε προσπάθεια προκειµένου να ελευθερώσει την Ειρήνη χρησιµοποιώντας την ευφυΐα του. Κάτι αντίστοιχο, δηλαδή, µε τον τρόπο που ο Πανούσης χρησιµοποιεί τα δικά του ειρηνικά όπλα, τα στιχάκια και τη δαιµονική του έµπνευση - αντί για τα γουδοχέρια των ισχυρών και των πολιτικών. Είναι άλλωστε αυτός που ακόµα και τώρα υποστηρίζει σθεναρά σε κάθε του συνέντευξη ότι «για τη σάτιρα στην Ελλάδα σφίγγουν οι ρόλοι» και επιµένει να µεταµορφώνεται σε ό,τι φανταστεί κανείς: σε Αµερικανό πρόεδρο -αλά Τραµπ-, σε καλόγερο µε ζαρτιέρες, σε µετανοηµένο αγκιτάτορα. Μάλιστα στην πρόσφατη παράστασή του έλεγε ότι «σε µια εποχή ανεπανάληπτης αταξίας, µε πλανητάρχη τον Ντόναλντ και Ελλαδάρχη τον Γκούφυ, η σάτιρα θα προτάξει τη γυναικοµαστία της απέναντι στις σκοτεινές δυνάµεις που νοµίζουν ότι µας κυβερνούν». ∆εν θέλει και πολύ να φανταστεί κανείς πόσο δηκτικά και έντονα σατιρίζει ο Πανούσης στις παραστάσεις του τη σηµερινή κυβέρνηση, την αντιπολίτευση αλλά και όλους τους αντίστοιχους εχθρούς της ειρήνης και της ευτυχίας των πολιτών. Είναι αυτός που µπορεί ταυτόχρονα να υπογράφει ως αναρχοκοµµουνιστής και να δανείζει τη φωνή του σε παιδικές ταινίες: εποχή έχει αφήσει η συµµετοχή του, σε πρωταγωνιστικό ρόλο παρακαλώ, στη µεταγλώττιση του «Toy Story». Τα παιχνίδιαδραπέτες φέρνουν εύλογα στον νου τις ουτοπικές, τολµηρές σκηνές από την αριστοφανική «Ειρήνη», όπου οι Ολύµπιοι θεοί δεν αντιµετωπίζουν διαφορετικά τους ανθρώπους παρά σαν κάποια δυσάρεστα παιδιά που δεν έµαθαν ποτέ να παίζουν σωστά το παιχνίδι τους
Θεατρική παράσταση σε µορφή µουσικού έργου
Αλλωστε ο Τζιµάκος επιµένει ότι η σάτιρα, το θέατρο και οι ρόλοι είναι τα µοναδικά όπλα που έχει o κωµικός στη διάθεσή του σε τέτοιες εποχές. Ανέκαθεν ήταν κατηγορηµατικά ενάντιος σε οποιαδήποτε επαφή του σατιρικού ηθοποιού µε την εξουσία, και αυτό υποστήριζε σε κάθε του παράσταση-παρέµβαση. Σε παλαιότερη συνέντευξή του στον δηµοσιογράφο Βασίλη Τσακίρογλου είχε δηλώσει: «Πρέπει να δεις τις προθέσεις των σατιριστών. Για να κάνεις σάτιρα, δεν πρέπει να συνεργάζεσαι µε την εξουσία. Οι καλλιτέχνες δίνουµε τον όρκο του Απόλλωνα, όπως οι γιατροί δίνουν εκείνον του Ιπποκράτη. Εχουµε άρθρα απαράβατα. ∆εν συνεργάζεσαι µε την εξουσία. ∆εν συνεργάζεσαι µε το κράτος, αλλιώς δεν υπάρχει σάτιρα. ∆εν µπορείς να είσαι διαπλεκόµενος και να σατιρίζεις», µια θέση που υποστηρίζει σθεναρά ακόµα. Αυτή τη φορά, όµως, η εµφάνισή του δεν σχετίζεται ακριβώς µε τη σάτιρα, αλλά µε το θέατρο στην πιο αυστηρή και δύσκολη µορφή του: την κωµική. Παρότι το όνοµά του είχε ξανασυζητηθεί ως υποψήφιο σε αρχαία κωµωδία -και συγκεκριµένα στο περασµένο πέρασµα του ∆ιονύση Σαββόπουλου από την Επίδαυρο-, η συνεργασία δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Φαίνεται, λοιπόν, ότιτώρα ήρθε η ώρα για να πάρει ο Τζιµάκος το αριστοφανικό βάπτισµα του πυρός, και µάλιστα σε ρόλο απαιτητικό και δύσκολο. Ωστόσο είναι κάτι που δεν φαίνεται να τον τροµάζει, αφού το θέατρο ήταν το σήµα κατατεθέν στις παραστάσεις του, καθώς από τα πρώτα του κιόλας βήµατα είχε εµπλακεί σε πειραµατικά σχήµατα όπως τη Θεατρική Συντεχνία, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ’70 µαζί µε τη Μίνα Αδαµάκη, τον Νίκο Αρµάο και τον Γιάννη Χουβαρδά. Οι πειραµατισµοί είχαν επεκταθεί και σε διάφορες αθηναϊκές οµάδες, όπου έδινε ο ίδιος το «παρών» είτε ως τραγουδιστής, είτε ως ηθοποιός - µόνο που αυτή τη φορά το στοίχηµα είναι πολλαπλό: όχι µόνο θα πρωταγωνιστήσει σε έναν εµβληµατικό ρόλο, αλλά η παράσταση θα έχει τη µορφή του µουσικού έργου. Για την ακρίβεια, θα είναι µια µουσική παράσταση σε σύνθεση του Νίκου Κυπουργού.
Οι καλύτεροι συντελεστές
Επιπλέον, η πλειάδα των ανθρώπων που θα συµµετάσχει σε αυτό το πρωτότυπο εγχείρηµα να ανέβει η «Ειρήνη» του Αριστοφάνη σε µορφή µουσικής παράστασης µόνο τυχαία δεν είναι: καταρχάς ο σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης µπορεί να ανεβάζει µόλις τη δεύτερη παράστασή του στην Επίδαυρο, αλλά γνωρίζει σε βάθος τον Αριστοφάνη. Είναι αυτός που είχε ανεβάσει το 2000 τους περίφηµους «Αχαρνής» σε µουσική ∆ιονύση Σαββόπουλου, ως άνθρωπος του θεάτρου το οποίο έχει υπηρετήσει από διαφορετικά πόστα -ακόµα και µεταφράζοντας σπουδαία κείµενα κορυφαίων δραµατουργών-, γνωρίζοντας πώς ακριβώς πρέπει να σκηνοθετείται ένα δραµατικό έργο, µια κωµωδία, αλλά και µια µουσική παράσταση. Πιστεύοντας στην άµεση σύνδεση θεάτρου - µουσικής, έχει µελετήσει ενδελεχώς αυτό το ιδανικό πάντρεµα που βαστάει από την αρχαιότητα και το έχει κάνει πράξη µε µια σειρά από παραστάσεις στο ∆ΗΠΕΘΕ Πάτρας µαζί µε τον Θοδωρή Αµπατζή και σε διάσηµα θέατρα του κόσµου, όπως στη Μόσχα. Εκτός από το δυναµικό στίγµα που έχει αφήσει στην Πάτρα ως σκηνοθέτης, είναι γνωστή η κληρονοµιά του και στο ∆ηµοτικό Ωδείο Αθηνών, του οποίου έχει υπάρξει διευθυντής. Τώρα, λοιπόν, ο Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης θα συνεργαστεί τόσο µε τον Τζίµη Πανούση ως πρωταγωνιστή όσο και µε τον διεθνή µαέστρο Γιώργο Πέτρου, ο οποίος θα διευθύνει την Καµεράτα που θα συνοδεύει ζωντανά την παράσταση στην Επίδαυρο. Οσο για το λιµπρέτο της µουσικής πλέον «Ειρήνης» του Αριστοφάνη, το γράφει ο κορυφαίος συγγραφέας ∆ηµοσθένης Παπαµάρκος, του οποίου το βιβλίο «Γκιακ» (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες) όχι µόνο έχει πάρει βραβείο από την Ακαδηµία Αθηνών, αλλά έχει συζητηθεί και έχει πουλήσει όσο κανένα. Προς το παρόν βρίσκεται στην 6η έκδοση (!), κάτι που σπάνια συµβαίνει για βιβλία σε καιρό κρίσης, και συνεχίζει ακάθεκτο φιγουράροντας σταθερά στη λίστα των ευπωλήτων. Πρόσφατα µάλιστα αυτή η συλλογή διηγηµάτων του, που έχει την ιδιοµορφία ότι έχει γραφτεί στην αρβανίτικη ιδιόλεκτο, έγινε παράσταση σε διαφορετικά θέατρα στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα, κάτι που έδωσε την ευκαιρία στον συγγραφέα να παρακολουθήσει τη µεταγραφή ενός βιβλίου µυθοπλασίας σε θεατρικό έργο
Εχοντας, εποµένως, την ευκαιρία να συνεργαστεί µε όλους αυτούς τους αξιόλογους συντελεστές, ο Τζιµάκος φαίνεται να ποντάρει πολύ στην εµφάνισή του στην Επίδαυρο. Οντας άνθρωπος των εκπλήξεων, δεν θα µπορούσε παρά να πει «ναι» σε µια τέτοια δηµιουργική πρόκληση που παίρνει τη δική της θέση σε µια φρενήρη µουσικοθεατρική πορεία: άλλωστε πρόκειται για αυτόν που έφερε τα πάνω κάτω ως αναρχικός µουσικός, ως ευφάνταστος υβριστής µε τις πιο διάσηµες καταδίκες, ως απροσάρµοστος στιχουργός που παράλληλα τραγουδούσε στα «Κάγκελα παντού», που τον έκαναν διάσηµο, λέγοντας «είµαστε η αδικηµένη γενιά του ’60, δίχως κατοχή και πείνα, χωρίς ρετσίνα». Στίχους που έχει ανασκευάσει σε πρόσφατη συνέντευξή του, καθώς, όπως υποστηρίζει, όχι µόνο φοβάται ότι έρχεται κατοχή και πείνα, αλλά και κάτι χειρότερο που δεν ανακόπτεται: θλίψη.
Οι κοµµένοι µισθοί, οι νέοι που φεύγουν µετανάστες στο εξωτερικό -πολλοί από αυτούς του εκµυστηρεύονται τον πόνο τους στα καµαρίνια όταν πηγαίνουν να δουν τις παραστάσεις του-, η απογοήτευση και η θλίψη. «Ολα είναι µ... ∆εν αρκεί αυτό; Εγώ ντρέποµαι να µιλάω για όλους αυτούς τους τύπους, όµως αναγκάζοµαι να το κάνω. Πότε άλλοτε θα µιλούσαµε για Κατρούγκαλους και Φίληδες; Αναγκάζοµαι εκ των πραγµάτων να πιάσω στο στόµα µου όλους αυτούς που είναι πάνω και πέρα απ’ όλα χαµηλής αισθητικής», είχε πει σε πρόσφατη συνέντευξή του στο «ΘΕΜΑ». «Με τέτοια κρίση, οι Ελληνες έχουν ακόµη σπίτια και µένουν. ∆εν είναι τυχαίο ότι ο Οµπάµα ρωτούσε συνεχώς τον Ελληνα Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας αν κατοικεί µόνιµα στο Προεδρικό Μέγαρο», πρόσθετε, έτοιµος πλέον να βγει µε το σκαθάρι του, αγέρωχος, αµαρτωλός, σατιρικός και ποιητικός, στον αγαπηµένο του χώρο, αυτόν του θεάτρου.