η ΑΥΓΗ, 18/04/1999

Το σατιρικό τραγούδι (ΙΙ)

Στο πρώτο μέρος του σημειώματός μας ακολουθήσαμε τα «χνάρια» που έχει αφήσει η σάτιρα στα εδάφη της ελληνικής δισκογραφίας, επιχειρώντας να διερευνήσουμε: α) το αν και με ποιο τρόπο παρενέβη το σατιρικό τραγούδι στην κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα των τελευταίων είκοσι ετών, και β) το αν μπορεί το σημερινό ελληνικό τραγούδι να αναζητήσει στο σατιρικό λόγο κάποια διέξοδο από το λαβύρινθο της εσωστρέφειας.

Πρώτος «σταθμός» του οδοιπορικού μας ήταν ο Χάρρυ Κλυνν, για τον οποίο υποστηρίξαμε ότι επέλεξε την επιδερμική-σχολιογραφική προσέγγιση της πραγματικότητας, αρνούμενος να διαρρήξει το κέλυφος της επιφάνειας και να αναζητήσει τις ρίζες των γεγονότων. Παρακολουθώντας την πορεία του-την οποία χαρακτηρίσαμε ως χρονικό νοερής συμπόρευσης με αυτό που εκείνος προσδιόρισε, αυθαιρέτως, ως «λαϊκό αίσθημα»-καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι ουδέποτε υπήρξε επικίνδυνος για την κάθε λογής εξουσία και ότι η «προσφορά» του εξαντλείται σε κάποια ψήγματα κάθαρσης, επιτευχθείσας διά του γέλιου. Το 1982, τέσσερα χρόνια μετά τον Χάρρυ Κλυνν, εμφανίσθηκε στη δισκογραφία ο Τζίμης Πανούσης, ο οποίος κατέστησε ευθύς εξαρχής σαφές ότι δεν ήταν ένας ακόμη θεράπων του επιθεωρησιακού στυλ αλλά ένας ολοκληρωμένος τραγουδοποιός, με μουσική ερμηνευτική και, κυρίως, στιχουργική επάρκεια.

Εκείνο όμως που τον έκανε να ξεχωρίζει από τον Χάρρυ Κλυνν, αλλά και από όλους τους σατιρικούς καλλιτέχνες που προηγήθηκαν, δεν ήταν τόσο η μορφή όσο το περιεχόμενο της τέχνης του: Ο Τζίμης Πανούσης υιοθέτησε από την πρώτη στιγμή την τότε ακμάζουσα αντιεξουσιαστική κουλτούρα, που στην κυριολεξία δεν άφηνε τίποτα όρθιο στο πέρασμά της, ούτε καν αυτές ταύτες τις αξίες και τα προτάγματα του «προοδευτικού» κινήματος. Επινοώντας έναν λόγο βλάσφημο, εσκεμμένα προκλητικό, που εκινείτο στα όρια της ύβρεως, κατηύθυνε την κριτική του όχι στην τρέχουσα κομματική αντιπαράθεση και την επιπολάζουσα πολιτικολογία των ημερών, αλλά στα επερχόμενα «δεινά», που μόλις τότε άρχιζαν να ξεμυτίζουν. Σε μια εποχή ακρότατης ευφορίας για την επιτευχεθείσα, χάρη στο ΠΑΣΟΚ, δήθεν «λαϊκής κυριαρχίας» και με το λαό να στρογγυλοκάθεται στην εξουσία, ο Πανούσης τόλμησε να ανοίξει μέτωπα εναντίον του επελαύνοντος μικροαστισμού (μικροαστοί θα σας φάνε τα παιδιά σας/θα σας φάνε ζωντανούς/καννίβαλοι θα γίνουνε/και θα σας φάνε), εναντίον των όψιμων μικροεξουσιαστών (δουλειά και οικογένεια και πράσινη γραβάτα/κι ο άλλος αναρχοροκάς με ύφος χασικλή/για κοίτα ποίοι ανέβηκαν στην πλάτη μας ρε μάγκα/και θέλουν να μας βάλουν/να μας κλείσουν φυλακή), εναντίον της νεογέννητης υπερκαταναλωτικής κουλτούρας (καταναλωτικά γουρούνια/μας κρεμάσανε κουδούνια/αν δεν μπεις στο κοπάδι πίσσα και πούπουλα), αρθρώνοντας έναν λόγο που όχι μόνο φαινόταν, αλλά και ήταν ριζοσπαστικός.

Ομως, ο Τζίμης Πανούσης εκτός από καλός τραγουδοποιός ήταν και ακόμη καλύτερος σόουμαν. Οι παραστάσεις του-κράμα τραγουδιών και σατιρικών αυτοσχεδιασμών-απέκτησαν ταχύτατα κοινό πολύ μεγαλύτερο από εκείνο που αγόραζε τους δίσκους του. Ενα κοινό που έσπευδε να ακούσει και δει «τον αναρχικό καλλιτέχνη που δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο» και το κυριότερο «βγάζει πολύ, μα πάρα πολύ γέλιο».

Οσο περνούσε ο καιρός, όσο η αντιεξουσιαστική κουλτούρα υποχωρούσε δίνοντας τη θέση της στην αδιαφορία για τα κοινά και στην πεποίθηση ότι ο καθένας φροντίζει για την πάρτη του και ο θεός για όλους, το κοινό άρχισε να ζητάει από τον Πανούση όλο και περισσότερο γέλιο και όλο και λιγότερη επανάσταση. Ετσι ο Τζιμάκος- που στο μεταξύ «ωρίμασε», έβγαλε κάποια χρήματα και εντέλει έριξε λίγο νερό στον αναρχισμό του-ταλαντεύεται εδώ και καμιά δεκαριά χρόνια ανάμεσα στο ριζοσπάστη καλλιτέχνη και το δημοφιλή διασκεδαστή, καταλήγοντας σε μια κυνική διπροσωπία που δεν σου επιτρέπει να διακρίνεις σαφώς πού τελειώνει ο επαναστάτης και πού αρχίζει ο εμπορευόμενος την επανάσταση.

Το χειρότερο όλων όμως είναι ότι ανεξαρτήτως των προθέσεων του ίδιου του Τζίμη Πανούση (η εν γένει παρουσία του αποκαλύπτει κατά τη γνώμη μου ότι δεν έχει ξεκόψει τελείως από τις ρίζες του αλλά ότι βιώνει μια φθοροποιό μοναξιά, οφειλόμενη στην απουσία σταθερών σημείων αναφοράς) η συντριπτική πλειοψηφία του κοινού του τον έχει κατατάξει αμετακλήτως στη χορεία των μηχανών παραγωγής γέλιου. Το μόττο «πάμε στον Πανούση για να γελάσουμε» απονευρώνει αυτομάτως κάθε προσπάθεια κοινωνικοπολιτικής παρέμβασης, συνθλίβοντας κάτω από τόνους χαχανητών ακόμη και τον πιο ακραίο ριζοσπαστισμό. (Ο ίδιος ο Πανούσης περιγράφει αυτή την αυτοπαγίδευσή του με έξοχο τρόπο: «Ο λάκκος με τ' αστεία που σκάβω από παιδί/η τέλεια ληστεία που έχω σκαρφιστεί/με σφίγγει σαν παπούτσι ντόπιο και μπαλωμένο/στο χείλος του Ζαλόγγου το τέλος περιμένω/Θέλω να πέσω μέσα/σε χάχανα και γέλια να πνιγώ...»).

Η προσφορά του Τζίμη Πανούση έγκειται στο ότι απελευθέρωσε το σατιρικό τραγούδι από τα δεσμά του επιθεωρησικού ύφους, κατορθώνοντας να δημιουργήσει μια αυτόφωτη και αυτόνομη φόρμα και να καλλιεργήσει κατ' αυτό τον τρόπο το έδαφος που θα δεχθεί τη σπορά των νεότερων καλλιτεχνών. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε ότι ο Πανούσης έχει ήδη αφήσει τα-στιχουργικά κυρίως-αποτυπώματά του σ' αυτό που ονομάζουμε «σύγχρονη ηλεκτρική σκηνή» ή «σύγχρονο ελληνικό ροκ». Τα γενικά συμπεράσματα και η απάντηση στα τεθέντα ερωτήματα στο τρίτο και τελευταίο μέρος του σημειώματός μας.

Γ. Ανανδρανιστάκης