Μαριέττα Κουτσίκου-Αμερικανάκη

Οι χρυσοποίκλιτοι ταφτάδες, λεπτοκεντημένοι και χειροποίητοι αγκάλιαζαν το εφηβικό σώμα της χωριατοπούλας. Οι δικοί της έλειπαν στα χωράφια για το ξεζούμισμα των δουλοπάροικων, και η Μαρία έβρισκε ευκαιρία να δοκιμάσει κρυφά τα προικιά της.

Η οικογένειά της ήταν η πλουσιότερη σ' όλον τον κάμπο. Τα ενενήντα πέντε στα εκατό χωράφια της περιοχής ήτανε του Κούτσικου, που παρά το λειψό του μπόι είχε καταφέρει να καταπατήσει νομοτύπως χιλιάδες στρέμματα.. Τούρκικα και γερμανικά φιρμάνια ιδιοκτησίας κατοχυρώνανε την περιουσία του Πελοποννήσιου τσιφλικά. που σ' ένα μόνο τον αδίκησε η μοίρα -εκτός από το ύψος του. Όλο κορίτσια του γένναγε η γυναίκα του, κι ο Κούτσικος τα 'πνιγε, εκτός από ένα που αγορόφερνε και τον ξεγέλασε.

Η στενοχώρια από την απουσία διαδόχου είχε μαραγκιάσει τη ζωή του τσιφλικά. Ούτε στο καφενείο δεν πήγαινε, γιατί μεθάγανε οι ψευτοδημοκράτες και τον έλεγαν προδότη και δοσίλογο. Έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά, έφτιαξε και εργοστάσιο κοντά στο ποτάμι, για να το λερώνει και να εκδικηθεί τους συγχωριανούς του που γεννάγανε αγόρια και τον μισούσανε.

Η Μαρία μεγάλωσε με του πουλιού το γάλα και ο πατέρας της την προετοίμαζε για το μεγάλο πουλί, που θα έμπαινε στο σπίτι και θα την άρμεγε μαζί με το βιος του. Σχεδόν δεν την έβλεπε το φως τη ημέρας τη μικρή Μαρία. Οι γονείς της τη φύλαγαν με βάρδιες για να μην ξεστρατίσει και τη μαγαρίσει κανά φτωχό χωριατόπαιδο.

Ο Κούτσικος έκανε μεγάλα όνειρα για τη μοναχοκόρη του. Οι δασκάλες ερχόντουσαν στο σπίτι, και μόνο κάθε Κυριακή την έβγαζε περικυκλωμένη από υπηρέτριες στο νυφοπάζαρο.

Το πρόγραμμα εκπαιδεύσεως της Μαρίας ήταν σχολαστικά τυποποιημένο και συχνά με την τελευταία μόδα της γυναικείας χειραφέτησης. Αγγλικά, γαλλικά και πιάνο, εργόχειρα, μαγειρική και επιλεγμένα τηλεοπτικά προγράμματα, όπως ο «Τροχός της Τύχης» για να εμπεδώσει τη φιλελεύθερη οικονομία, και «Τούτι Φρούτι» για να τυλίξει με τους πατροπαράδοτους ελληνικούς τρόπους, τον μέλλοντα γαμπρό.

Το κορίτσι δεν απογοήτευσε ποτέ τον μπαμπά του. Μικρές μόνον ατασθαλίες, όταν έμενε μόνη και φόραγε τα νυφικά ξεβράκωτη από μέσα με τα τσοπανόσκυλα αμολητά να παίζουν στα φουστάνια της.

Η οικογένεια των ακροδεξιών αγροτών, με την ακμή της χούντας και του Καραμανλή, πέρασε πολλά που αβγάτισαν την περιουσία της. Ήρθε το ΠΑΣΟΚ και αναγκάστηκαν να προσχωρήσουν από τους πρώτους, γιατί το εργοστάσιο είχε προβλήματα. Η Μαρία δεν άντεξε αυτή την οικογενειακή μεταμφίεση και αρραβωνιάστηκε ένα λοχία Αμερικάνο της βάσης των Γουρνών, από αγγελία στην Ελεύθερη Ώρα, που τη διαβάζανε κρυφά στο υπόγειο.

Ο γάμος έγινε στα γρήγορα, διακριτικά, με κουμπάρο τον Κίμωνα Κουλούρη, για να μη δώσουνε λαβές για κουτσομπολιά, επειδή ο γαμπρός ήτανε Αμερικάνος κατακτητής.

Η Μαρία ξενιτεύτηκε στο Κονέκτικατ και δεν άλλαξε τίποτα στη ζωή της, αφού οι κουζίνες και τα living room είναι παντού ίδια. Άλλαξε όμως το όνομά της, το έκανε Μαριέττα και κότσαρε και το φεμινιστικό αντρικό επίθετο δίπλα στο Κούτσικου.

Τα ίδια σίριαλ έβλεπε, όπως και στο χωριό, αλλά πιο προχωρημένα επεισόδια και, όταν έρχοντανε για διακοπές το καλοκαίρι, δέσποζε στις παρέες εξιστορώντας το μέλλον τής Μπρουκ και των Κάριγκτον.

Εν τω μεταξύ έσπασε ένα κατσίκι το ποδάρι του και άλλαξαν τα πράγματα στην πατρίδα. Η Μαριέττα χώρισε με τον Αμερικάνο, του άφησε και τα παιδιά, και επαναπατρίστηκε μόνιμα, για να πολιτευτεί. Ο πατέρας της, που είχε μεγάλη οικονομική επιφάνεια και τεράστια πολιτική επιρροή σε όλο το δεξιό ποδάρι της Πελοποννήσου, τα έχωσε χοντρά και η κόρη του όχι μόνο σταυρώθηκε, αλλά πήρε και υπουργείο Προβατοποίησης των Ναρκομανών.

Η Μαριέττα το έβαλε σκοπό στη ζωή της να καθαρίσει την πατρίδα από τα εδώδιμα ναρκωτικά, για να έρθουν τα αποικιακά των διεθνών εργοστασίων, που είναι μπαμ και κάτω για το ξεσκαρτάρισμα της ελληνικής νεολαίας από τα αναρχικά μιάσματα. Δεν σήκωνε κουβέντα η Μαριέττα για το διαχωρισμό των ουσιών. Τα τέλεξ της αυτοκρατορίας που έφταναν στο υπουργείο της με τη βούλα της Θάτσερ κα του Μπους, ήταν κατηγορηματικά: Θάνατος στους χορτοκαπνιστές για να αβγατίσουν τα τζάνκια που είναι αδύναμα να αμφισβητήσουν την αξιοκρατία.

Η Μαριέττα πήρε πολύ ζεστά τις επιταγές της διεθνούς αξιοκρατίας και ζεμάτισε πολύ κόσμο, μέχρι και επιφανείς μπασκετμπολίστες κατέστρεψε, κι ας ήτανε Αμερικάνοι (μαύροι ευτυχώς).

Εθισμένη και η ίδια στο φαΐ, έβλεπε την κοιλιά της να μεγαλώνει και το πάθος για τον αφανισμό των χασικλήδων να φουντώνει. Έχοντας την τυφλή υποστήριξη της Μαρίκας, που είχανε την ίδια καφετζού, προχώρησε σε επαναστατικά μέτρα. Απαγόρεψε τα ρεμπέτικα, ξερίζωσε τον τάφο του Τσιτσάνη και του Μάρκου και έβγαλε στην παρανομία και τα υπόλοιπα φυτά: ο δυόσμος, ο μαϊντανός, η ρίγανη -σε κατοχή και χρήση- προκαλούσαν ισόβιες ποινές, ενώ η εμπορία τους κρινότανε επιεικέστερα. Τραγούδια όπως: Η νεραντζούλα η φουντωτή, ο Βασιλικός στο παραθύρι, το Γαρίφαλο στο πέτο απαγορεύτηκαν διά ροπάλου, εκτός αν ήταν διασκευασμένα σε συνθεσάιζερ.