Ελευθεροτυπία, 15/01/2018
Το ανελέητο, σατιρικό κεντρί του Νεοέλληνα
Δημήτρης Κανελλόπουλος
Κάποιο φεγγάρι έτυχε να δίνουν μαζί παράσταση στο «Γυάλινο Μουσικό Θέατρο» ο Χριστόφορος Ζαραλίκος στο πάνω μαγαζί και ο Τζίμης Πανούσης στο κάτω. Λιποθυμάει λοιπόν μια κυρία απ’ το κοινό (στο) πάνω, φωνάζει από το μικρόφωνο για γιατρό ο Χριστόφορος, νομίζουν όλοι πως αποτελεί μέρος του προγράμματος και ξεκαρδίζονται στα γέλια.
Το καταλαβαίνει όμως ένας σερβιτόρος και κατεβαίνει γρήγορα στον Τζίμη και του ζητάει να φωνάξει και αυτός με τη σειρά του για γιατρό ανάμεσα στο δικό του κοινό. Τα ίδια ωστόσο και στο κάτω μαγαζί, άλλα γέλια κι εδώ. Τελικά ήρθε ασθενοφόρο και τη μετέφερε στο κοντινό «Ωνάσειο» την κυρία γλιτώνοντάς την κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή. «Κρίμα», λέει την επομένη ο Τζιμάκος στον Ζαραλίκο, «έχασες τη διαφήμιση στις ειδήσεις ότι στην παράστασή σου πεθαίνουν από τα γέλια».
Τέτοιος ωραίος τύπος ήταν ο Τζίμης Πανούσης, ο δημοφιλής «Τζιμάκος», που έφυγε από τη ζωή το μεσημέρι του Σαββάτου, από ανακοπή, σε ηλικία 64 ετών. Στο σπίτι του τον βρήκε το καρδιακό και μεταφέρθηκε εσπευσμένα με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ στον «Ερυθρό Σταυρό», αλλά οι προσπάθειες ανάνηψης που του έγιναν δεν έφεραν αποτέλεσμα. Πριν από τις γιορτές λιποθύμησε κατά τη διάρκεια της παράστασής του στο «Κύτταρο» (πάλι καρδιακό επεισόδιο), αλλά τη... σκαπούλαρε. Είχε ανακοινώσει μάλιστα πως αναστέλλεται ο θάνατός του επ’ αόριστον και θα επέστρεφε στη σκηνή του «Κύτταρου» στις 9 Μαρτίου.
Χαρισματικός αν και άνισος σε πολλές περιπτώσεις, ο Πανούσης έκανε καριέρα στο τραγούδι, τον κινηματογράφο, το θέατρο αλλά και το ραδιόφωνο. Εικονοκλάστης, τα έβαζε πάντα με τους θεσμούς, κράτος, εκκλησία, κόμματα, δικαιοσύνη κ.ο.κ. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, με τις θρυλικές «Μουσικές Ταξιαρχίες», υπηρέτησε τη μουσική γράφοντας τραγούδια με ροκ ήχο και σατιρικούς στίχους για την Ελλάδα και τους Νεοέλληνες.
Η κασέτα που κυκλοφόρησαν οι «Μουσικές Ταξιαρχίες» με τίτλο «Disco Tsoutsouni» έγινε ανάρπαστη στα πανεπιστήμια και τα στέκια της εποχής, ενώ το 1982 έβγαλαν το πρώτο ομώνυμο άλμπουμ τους, «Μουσικές Ταξιαρχίες» (ακολούθησαν το «Αν η γιαγιά μου είχε ρουλεμάν» και το ζωντανά ηχογραφημένο «Hard Core»). Στη συνέχεια ξεκίνησε σόλο καριέρα με πιο χαρακτηριστικά έργα του τα «Κάγκελα Παντού», «Δουλειές του Κεφαλιού» και «Ρομπέν των Χαζών».
Στον κινηματογράφο θρυλική ήταν η παρουσία του στην καλτ ταινία του Νίκου Ζερβού «Ο Δράκουλας των Εξαρχείων», παρέα με τους Αντώνη Καφετζόπουλο, Κωνσταντίνο Τζούμα, Δημήτρη Πουλικάκο και Σάκη Μπουλά. Πέρασε από τα μικρόφωνα πολλών και αξιόλογων ραδιοσταθμών, όπως ο Top FM, το Κανάλι 15, ο Ωχ FM, o Flash 9.61, ο 88μισό, ο ΣΚΑΪ 100.3, ο City 99.5 και το Ράδιο 9 98.9. Οι εκπομπές του ήταν ο «Δούρειος Ηχος», τα «Ακραία Επικοινωνιακά Φαινόμενα» και οι «Οιδύσεις».
«Τα όρια της σάτιρας τα βάζει μόνο το κοινό»
Κατέκρινε και λοιδορούσε διαρκώς την Αριστερά ο Τζίμης. Σε συνέντευξή του στην Εφη Μαρίνου (το περασμένο καλοκαίρι στην εφημερίδα μας με αφορμή την παρουσία του στην Επίδαυρο) κατηγορούσε το ΚΚΕ επειδή «θεωρεί ότι έχει τις σφραγίδες του ορίτζιναλ ΚΚΕ» και σατίριζε τον Δημήτρη Κουτσούμπα λέγοντας πως τον κόβει να διαθέτει καθαριστήριο στα Τρίκαλα, «δεν θα του πήγαινα ούτε πουκάμισο για καθάρισμα».
Η ανακοίνωση του ΚΚΕ για τον θάνατό του ήταν όσο πιο... στεγνή μπορούσε να γίνει: «Tο ΚΚΕ εκφράζει τα συλλυπητήριά του στην οικογένεια και τους οικείους του». Αλλά και για τον ΣΥΡΙΖΑ είπε σε εκείνη τη συνέντευξή του διάφορα: «Δεν υπάρχει καμιά περίπτωση ο ΣΥΡΙΖΑ να μας βγάλει από την κρίση. Απολύτως άχρηστοι. Το όπλο της εξουσίας στο διηνεκές είναι η γραφειοκρατία. Η κρίση τρέφει το όλο κόλπο. Πάμε από το ΠΑΣΟΚ στο χειρότερο. Αυτή είναι η μοίρα μας».
Η ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ τουναντίον δεν ήταν «ξερή» αλλά δίκαιη: «Η ανελέητη, καυστική και καθόλου πολιτικά ορθή σάτιρά του στράφηκε κατά πολλών, προσώπων της επικαιρότητας, παραδοσιακών θεσμών και συμβόλων, εξ ου και τον έφερε συχνά αντιμέτωπο με τη Δικαιοσύνη, αλλά και του χάρισε πιστό και φανατικό κοινό».
Ο ίδιος βέβαια αποκάλυπτε πως δεν ήταν ο κόσμος που τον έστελνε στα δικαστήρια. «Η σάτιρα έχει πολύ αυστηρά όρια», εξηγούσε στην «Εφ.Συν.» στην ίδια συνέντευξη. «Τα βάζει αποκλειστικά και μόνο το κοινό, αν είσαι χυδαίος, σ’ το λέει αμέσως. Εγώ έτσι καταλαβαίνω αν έχω υπερβεί το όριο. Εχω πάνω από 100 δίκες για περιύβριση αρχής, κυρίως από το κράτος και παραθρησκευτικές ομάδες. Μόνο ένας πολίτης με έχει μηνύσει. Το κοινό δεν κοροϊδεύεται».
Μνημειώδης είναι και η επιστολή που έστειλε ο Τζίμης όταν παραιτήθηκε από υπάλληλος της Εθνικής Τράπεζας, «όπως λέμε π.χ. Εθνικό Θέατρο, Εθνική Πινακοθήκη, Εθνικοσοσιαλισμός κ.λπ.» καθώς συμπλήρωνε με σαρκασμό. Και συνέχιζε: «Η μέχρι τώρα προνομιούχα εργασία μου εις την Διοίκησιν της Εθνικής Τράπεζας στο τμήμα Συμφωνιών Ανταποκριτών Εξωτερικού δεν ήταν πάρα ένας ρόλος κομπάρσου στην καλοστημένη παράσταση των μεγαλοκεφαλαιούχων μετόχων πάνω στην πλάτη του Ελληνικού λαού (για λεπτομέρειες βλέπε γερή πολιτική ανάλυση Αντρέας Παπανδρέου, Χαρίλαος Φλωράκης, Ερυθρές Ταξιαρχίες κ.λπ.).
Δεν ξέρετε πόσο θα στεναχωρηθώ που θα σταματήσω να συμφωνώ (;) εκατοντάδες πανέμορφους αριθμούς επί 8 ώρες ημερησίως και να αμείβομαι τόσο πλουσιοπάροχα με το υπέρογκο ποσό των Δρχ. 10.683 – μηνιαίως. Δυστυχώς όμως μου λείπει το μεγαλύτερο προσόν για έναν τραπεζοϋπάλληλο (πού πας κύριε χωρίς μέσο;). Δεν κάνατε δεκτή αίτησή μου για άδεια άνευ αποδοχών, πράγμα που δεν με απασχολεί και πολύ διότι ο πατέρας μου είναι βασικό στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας και όποτε θελήσω μπορώ να επανέλθω κατόπιν βεβαίως αδιάβλητου διαγωνισμού και αρνούμαι να είμαι μισθωτός σκλάβος».
Επιτρέψτε μας να κλείσουμε με έναν στίχο του που... πολλά θα θυμίζει σε... πολλούς, αλλά οι περισσότεροι θα ήθελαν να λησμονήσουν: «Πρώτα να τελειώσω το πανεπιστήμιό μου / μετά να κάνω τη θητεία στο στρατό / να πιάσω δουλειά σε κανένα γραφείο / να παντρευτούμε να κάνουμε παιδιά / Κι εγώ σ’ αγαπώ, γαμώ το Χριστό μου...».
Φίλοι κι «εχθροί» για τον Τζίμη
Τα social media πήραν φωτιά, όλοι είχαν να ποστάρουν κάτι για τον Πανούση, ειδικά τα τραγούδια του. Και όλοι έγραψαν ή μίλησαν για τον Τζίμη, «εχθροί» και φίλοι. Από τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, «ο Τζίμης Πανούσης υπήρξε ένας από τους καλλιτέχνες που άφησαν το μοναδικό τους στίγμα στην σύγχρονη ελληνική μουσική, ο θάνατός του μας λυπεί βαθιά» ώς την ΑΕΚ, «σε θυμόμαστε και στα... κάγκελα του «Νίκος Γκούμας», σε θυμόμαστε και στο «Γιώργος Μόσχος», σε θυμόμαστε να ακολουθείς την ομάδα μας ακόμα και στο εξωτερικό. Δεν υπήρξες ποτέ οπαδός, δεν ταυτίστηκες με τίποτα και με κανέναν παρά μόνο με το δικό σου κοινό που εσύ διαμόρφωσες με το ιδιαίτερο και μοναδικό σου ύφος και που σήμερα πενθεί για την απώλειά σου».
Συγκινητικός ήταν ο Γιώργος Νταλάρας με τον οποίον, ως γνωστόν, έτρεχαν στα δικαστήρια για πολλά χρόνια: «Εφυγε ένας νέος, ταλαντούχος άνθρωπος, βυθίζοντας στη θλίψη τα παιδιά του, την οικογένειά του. Ενας άνθρωπος που με τη σκέψη του, το χιούμορ του και την οξύτητα του λόγου του ήταν χρήσιμος στην κοινωνία, όπως όλοι οι πραγματικοί καλλιτέχνες. Οι αντιθέσεις που είχα μαζί του στο παρελθόν, με κάνουν να λυπάμαι ακόμα πιο βαθιά.
Μπροστά στη ζωή και στο θάνατο, όλα γίνονται ασήμαντα, μηδαμινά. Καλό σου ταξίδι». Αλλά και ο Φοίβος Δεληβοριάς είχε να πει λίγα, ενδιαφέροντα, λόγια: «Ξέρω πόσο κουράστηκες και πόνεσες με διάφορα τα τελευταία χρόνια, θα μπορούσα όμως και να μην ξέρω. Μα να σε βλέπω κάθε φορά να κατεβαίνεις προς το μέρος μου, να ανοίγεις την τσάντα της μικροαστικής μου επιφύλαξης και να βγάζεις από μέσα το σκοτάδι μου - να βγω πιο φωτεινός, πιο ελεύθερος και πιο λυμένος στη λιπόθυμη πόλη που μας συνέδεσε.
Τζιμάκο μου, αντίο, γύρω σου αυτή τη στιγμή συμβαίνει μια μεγάλη επανάσταση, λαϊκοί άνθρωποι βρίζουν τα θεία ψέλνοντας ένα τροπάριο, η Τίνα Σπάθη τραγουδάει τη Διεθνή και ένα σωρό βασανισμένοι φιλόσοφοι του 19ου αιώνα προχωράνε αγκαλιά με μπουλουκτσήδες κωμικούς σε ένα στενό όπως το κεντρικό της Αντιπάρου».