Live Review: Τζίμης Πανούσης & Μουσικές Ταξιαρχίες @ Κύτταρο, 3/4/2015
Ξεκινάω αυτό το κείμενο ανάποδα, με το σημαντικότερο ίσως απαύγασμα της βραδιάς της 3ης Απριλίου. Εκείνη η βραδιά χρειαζόταν - και άργησε πολύ. Δεν βρίσκομαι σε θέση να αποσυμβολίσω τα ακριβή ελατήρια που ώθησαν τον Πανούση ώστε να προβεί σε μία τέτοια κίνηση, να μαζέψει δηλαδή όσους μπορούσε από τις Μουσικές Ταξιαρχίες - την μπάντα δηλαδή που τον συνοδεύει από την αρχή της καριέρας του, είτε το όνομά της αναφέρεται στο εξώφυλλο είτε όχι - και να πραγματοποιήσει τέσσερις συναυλίες (ας υπογραμμιστεί! και bold και πλάγια! συναυλίες!) στο Κύτταρο, όπου είχε μεγαλουργήσει στο παρελθόν με τις ζωντανές του εμφανίσεις. Μπορούμε να προσάψουμε στον Πανούση τα μύρια όσα, άλλωστε ο ίδιος δίνει το δικαίωμα μέσα από την ακραία του σάτιρα να προσθέτει νέους εχθρούς (με την σύγχρονη ιντερνετική ορολογία “haters” να ταιριάζει περισσότερο ως χαρακτηρισμός, φρονώ) κάθε φορά. Αλλά ο κόσμος, ειδικά αυτός που δεν πήγαινε να τον δει στις παραστάσεις του με διάφορες προφάσεις, όχι πάντοτε άδικες, είχε ανάγκη να δώσει βάση κυρίως στο μουσικό μέρος για να ξαναθυμηθεί γιατί ο Τζίμης Πανούσης δίκαια τοποθετείται ανάμεσα στους σημαντικότερους συνθέτες, στιχουργούς και ερμηνευτές του ελληνικού rock.
Η βραδιά εκείνη, όπως και οι υπόλοιπες που θα ακολουθήσουν, ήταν επίσης ένα μάθημα ιστορίας, με ένα νοσταλγικό τόνο για όσους μεγαλύτερους πρόλαβαν τις εμφανίσεις των 80s. Ασφαλώς και θα ήταν άτοπο να περίμενε κανείς την σκηνική ακρότητα (για την εποχή πάντα) όπως αυτή αποτυπώθηκε στο βίντεο του Δράκουλα Των Εξαρχείων που χρησίμευσε ως outro του live. Άλλωστε έχουν περάσει 30 και βάλε χρόνια από τότε, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Η μουσική θα είχε τον πρώτο λόγο εδώ.
Οι συναυλίες αφιερώθηκαν στην αρχή της συναυλίας από τον Πανούση στον Βαγγέλη Βέκιο που έφυγε λίγες μέρες πριν και τον Κώστα Πολίτη, με τον οποίο ο Πανούσης είχε ξεκινήσει τις Μουσικές Ταξιαρχίες και αυτοκτόνησε στα μέσα της δεκαετίας του ‘80. Χωρίς να καθυστερήσει λεπτό, παρουσίασε μέσα σε γενική αποθέωση το πρώτο σετ μουσικών, την “παλιά” μπάντα των Δρόλαπα, Πάζιου, Δασκαλοθανάση (αφιχθείς από Γαλλία, όπου κατοικεί μόνιμα, ειδικά για τις συναυλίες!) μαζί με τους Βασίλη Γκίνο και Βασίλη Κοκκώνη σε πλήκτρα και ντραμς αντίστοιχα από τους νεότερους συνεργάτες του, και ξεκίνησε… Disco Tsoutsouni και το πρώτο ευχάριστο σοκ ήρθε από τον ήχο: είτε άκουγες το live είτε είχες βάλει το LP (ή μάλλον την κασέτα, καθώς η εκτέλεση πλησίαζε περισσότερο εκείνη της ομώνυμης πρώτης κασέτας τους) να παίζει, ήταν ένα και το αυτό! Πραγματικά θέλω να σας περιγράψω πώς εκπυρσοκρότησαν τα εγκεφαλικά μου κύτταρα από την πιστή vintage (τι σικ έκφραση!) αίσθηση του ήχου σε όλα τα τραγούδια των πρώτων δύο δίσκων και νιώθω πως δεν θα μπορέσω να τα καταφέρω. Σαν να βγήκε μέσα από το όνειρο μίας τέλειας συναυλίας. Και όλοι να τραγουδούν, με ιδιαίτερα ξεσπάσματα σε χαρακτηριστικά σημεία των κομματιών. Λογικές οι ενθουσιώδεις αντιδράσεις, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς τις συνθήκες συναυλίας που απελευθερώνουν τη φωνή και απογειώνουν τη διάθεση περισσότερο από το στοίβαγμα σε ένα τραπέζι μαζί με κάθε λογής κόσμο που έρχεται στον Πανουση "για να γελάσει". Δεν έλειψαν βέβαια κάποια μικρολαθάκια (στο - σημαδιακό για τον γράφοντα - Παιδί Του Σωλήνα ο Πανούσης ξέχασε κάποιους στίχους), αλλά πρώτη συναυλία ήταν και αυτά συγχωρούνται. Έτσι κι αλλιώς, τίποτα δεν μπορούσε να αμαυρώσει την συνολική υπερθετική εντύπωση. Η μουσική εικόνα άλλαξε όταν ανέβηκαν οι επόμενες συνθέσεις, αν και την τεράστια αλλαγή την έκανε η είσοδος του κιθαρίστα Στέλιου Φράγκου και του μπασίστα Γιώργου Κωστόπουλου, οι οποίοι έδωσαν στα κομμάτια σκληρότερη χροιά (ας την πούμε και metal, δεν θα πονέσει).
Ακούστηκαν.... τα πάντα! Έλειψε (αλλά δεν ήταν της παρούσης) το show που μας έχει συνηθίσει ο Πανούσης, με μοναδικές εκλάμψεις πρόζας το γνωστό “ποίημα” Φάτε Μάτια Ψάρια (το οποίο αρκετοί από το κοινό απάγγελαν μεγαλόφωνα) και διάφορες σκόρπιες ατάκες. Μας έλειψε η… Μαντώ που τραγουδούσε στο άλμπουμ τους αγγλικούς στίχους του Αν Η Γιαγιά Μου Είχε Ρουλεμάν. Από αυτά που ακούστηκαν, πολλές οι στιγμές που κρατάμε στη θύμησή μας. Το sing-along στο Ερωτικό συγκίνησε τον Πανούση, αποτυπωνόταν ξεκάθαρα στο πρόσωπό του κι ας κρυβόταν πίσω από την πυκνή γενειάδα του. Για την ακρίβεια, ολόκληρο το πρώτο άλμπουμ των Μουσικών Ταξιαρχιών που παίχτηκε στην αρχή ήταν ένα τεράστιο highlight, μαζί με το συγκλονιστικό Τραγούδι Για Το Χειμώνα που έμεινε προς το κλείσιμο της συναυλίας. Το (πρωτοπόρο) Ναγκασάκι, η Μάγισσα Μανούλα που έχει υπό την προστασία της τον σύγχρονο Έλληνα - και δεν έχουν αλλάξει πολλά από το 1986, Όχι Άλλο Νταλάρα (δεν πιστεύω να πληρώνει ακόμη την δικαστική περιπέτεια…), η Αχ Ευρώπη που μας μαραίνει ιδιαιτέρως τελευταία, η μεταλλιά του Φάτε Τους, η διαχρονικότητα του Γαμάτε Γιατί Χανόμαστε (χωρίς “μπηπ” εννοείται - παρεμπιπτόντως μήπως ήρθε η ώρα να κυκλοφορήσει σωστά χωρίς λογοκρισία το 2ο άλμπουμ των Ταξιαρχιών;), ο αυτοβιογραφικός Λάκκος Με Τ’ Αστεία, το δυστυχώς επίκαιρο και πάντα αθυρόστομο Γυφτάκι, ο Φασμπίντερ και το ξερό ψωμί (μας)...
Όταν ο Πανούσης κάλεσε άπαντες στην σκηνή, ήταν σαφές προς όλους πως το κλείσιμο δεν ήταν μακριά. Η παρουσία όλων ευνόησε την παρωδία του We Are The World ως USA For Marketing (όλοι μαζί με μια κιθάρα...). Πριν φύγουμε όλοι αγκαλιασμένοι παρασυρμένοι από το ρυθμό του, ένας πανηγυρικός Νεοέλληνας σε fast forward μας επανέφερε στην σκληρή πραγματικότητά μας. Η ζωή όμως έχει μια πόρτα πονηρή και βρήκε ευκαιρία να μπει η Σουζάνα για τον οριστικό επίλογο με την κλασική ελληνική χαρμολύπη. Έτσι έκλεισε μία τίμια βραδιά με “κεντροαριστερό” εισιτήριο, φόρος τιμής σε μία σημαντική περίοδο του ελληνικού rock που άνδρωσε και πιθανότατα συνεχίζει να ανδρώνει γενιές ακροατών με ανοιχτά αυτιά και μυαλά.
Δεν έχω ανάγκη πλέον να ξαναδώ ζωντανά τον Πανούση. Η συναυλία της Παρασκευής με κάλυψε απόλυτα και πρακτικά δεν μου άφησε καμία σημαντική εκκρεμότητα. Όμως για αυτόν ακριβώς τον λόγο σκέφτομαι σοβαρά να ξαναπάω σε μία από τις δύο ερχόμενες συναυλίες των Μουσικών Ταξιαρχιών (17 και 18 Απριλίου, για όσους δεν γνωρίζουν).
Κείμενο / Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής