Τζίμης Πανούσης
(Principal, Θεσσαλονίκη - 14/10/2005)Το
σόου λέγεται OLA SKATA. Στο video-wall βλέπουμε τον αρχιεπίσκοπο να περιοδεύει
στας εξοχάς ανάμεσα στα πρόβατα ή να εκτελεί χρέη μαρκόνη σε αεροπλάνο. Το
σύνθημα το δίνει ο ίδιος ο καλλιτέχνης με την φράση «αν έχουν έρθει κι οι κύριοι
Ρεγκούζας και Χρηστίδης, μπορούμε ν' αρχίσουμε».
Εμφανίζεται εμφανώς αδυνατισμένος, ιδιαίτερα ανανεωμένος, κοτσονάτος και κεφάτος. Παρλάρει ακατάπαυστα και κινείται διαρκώς για να μας δείξει ότι βρίσκεται σε μεγάλες φόρμες κι ότι δεν χρειάζεται ν' ανησυχούμε για την κατάσταση της υγείας του.
Και σπεύδει αμέσως να εξηγήσει πως του κατέβηκε ο τίτλος της παράστασης. Προέρχεται, λέει, από το παλαιότερο σλόγκαν «Δεν μας χέζεις ρε Νταλάρα» ως προέκτασή του. Ο κος Νταλάρας αποφάσισε να μας χέσει κι από τότε μας χέζει συνεχώς, λέει ο Τζιμάκος.
Η πρόζα, η παρλάτα, τα ποιματάκια, το χονδρό καλαμπούρι, η επιθεωρησιακή του δύναμη και τα τραγουδιστικά μέρη εναλλάσσονται κατά ρυπάς. Κατεβαίνει στην πλατεία και κάνει χωρατά με τις κυρίες στα πρώτα τραπέζια. Απαντάει σε τηλεφωνήματα, συνδιαλέγεται με τον εικονικό εαυτό του στην γιγαντοοθόνη, ζητάει διάλειμμα για διαφημίσεις.
Αυτοσαρκάζεται πολλάκις, εκθέτει ξανά τους ιεράρχες, τον Ρέμο και τον Σαν Ρέμο, τους πολιτικούς και τους κομματικούς άνδρες, τον ΛεΠα [Λευτέρη Παπαδόπουλο], τον Μαζονάκη, τον Μάκη, τον Σάκη, την Βίσση, τον Καρβέλα, την Μούσχουρη και όλο το τουρλουμπούκι που συντηρούν επαυξάνουν ή ανέχονται. Τραγουδάει όμως και Στανίση με σεβασμό.
Πολλά απ' αυτά που λέει και κάνει είναι γνωστά, άλλα είναι κάπως παρωχημένα άλλα διαχρονικά. Πολλά ακόμη είναι τυπωμένα στα δυο τελευταία του βιβλία, «Μικροαστική Καταστροφή» και «Πούστευε και μη ερεύνα», τα οποία και αναφέρει και ως τίτλους - τσιτάτα. Έχει σίγουρα και αρκετές δημιουργικές στιγμές, έχει φαντασία, έχει εκείνο το καταχθόνιο χιούμορ και εκείνη την ιδιαίτερη ορθοφωνική προφορά [που είναι σίγουρα και ορθο-φονική για αρκετούς].
Από τα δυο-τρία νέα τραγουδάκια του διακρίνω έναν πολύ καυστικό στίχο αλλά η μουσική δεν είναι ισάξιά του. Οι τέσσερις μουσικοί που τον πλαισιώνουν είναι πολλά ικανοί και το αποδεικνύουν διαρκώς. Διαθέτουν επίσης και σκηνικά προσόντα αφού συμμετέχουν με μεγάλη επιτυχία στα μικρά σκετσάκια που σκαρώνει ο Τζίμης.
Και φυσικά το πλέον αξιοθαύμαστο είναι ο τρόπος με τον οποίο «τα χώνει». Άλλοτε
με ταχύτητες μυδραλιοβόλου άλλοτε βραδυφλεγώς και μετά από πολλές καραμπόλες κι
άλλοτε με ευθεία επίθεση ακόμη και προς το κοινό. Η αίσθηση του «ήρθατε εδώ
εσείς, οι πρώην συναγωνιστές σύντροφοι και τώρα γιάπηδες, να πληρώσετε για να μ'
ακούσετε να σας τα χώνω κατάμουτρα» είναι διάχυτη και εμφανής σε όλη την
παράσταση, που διαρκεί τρεισήμισι ώρες και βάλε.
Τα τραπέζια είναι γεμάτα. Βέβαια υπάρχουν και πολλοί νεότεροι, όρθιοι στο μπαρ, που δεν διαθέτουν τα χρήματα για να κάτσουν σε τραπέζι και που ίσως να μη γουστάρουν κιόλας, οι οποίοι φαίνεται να διασκεδάζουν περισσότερο λόγω «απόστασης», οι οποίοι τραγουδάνε όλα τα γνωστά σουξέ με δυνατή φωνή και οι οποίοι χειροκροτούν και σφυρίζουν με ενθουσιασμό
Η
ατμόσφαιρα γίνεται πολλάκις εκρηκτική, καραδοκούν μικρές απογειώσεις, γι' αυτό
και εμφανίστηκαν εν αρχή κι αυτές οι πλαστικές καρέκλες με τις ζώνες ασφαλείας
από αεροπλάνο. Η ευφράδεια και η λογοπλοκή δίνουν και παίρνουν, τα σκαμπρόζικα
αστειάκια ξεφεύγουν εύκολα από την ευθεία οδό και ο Τζιμάκος αρέσκεται να
δοκιμάζει τις αντοχές μας.
Όλα σκατά κι όλα ωραία, λοιπόν, και μπορείτε να το ερμηνεύσετε αυτό κατά το δοκούν. Η παράσταση κλείνει με το πενταμελές πλήρωμα να τραβάει ρυθμικά μια εικονική μαλακία υπό τους ήχους του Ζορμπά. Το μπαλέτο αποσύρεται χωρίς επιστροφή ενώ ο Ζορμπάς φτάνει στο αποκορύφωμα της εθνικής μας υπερηφάνειας.
Τα πάντα σατυρεί και ουδέν μένει.
Κώστας Γ. Καρδερίνης