Ο ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΑ ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΖΙΜΗ ΠΑΝΟΥΣΗ

 

Η νέα δουλειά του Τζίμη Πανούση αποτελεί στιχουργικά το αποκορύφωμα μιας μακρόχρονης σπουδής στον υπερρεαλισμό, τον οποίο με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ο καλλιτέχνης υπηρετεί εδώ και είκοσι χρόνια τώρα. Είναι όμως ο ποιητής Πανούσης του 2002 ένας γνήσιος, ολοκληρωμένος υπερρεαλιστής; Το μόνο σίγουρο είναι πως η ποίηση του Πανούση δεν είναι καθαρά υπερρεαλιστική και απέχει πολύ από τις «ασκήσεις αυτόματης γραφής» του Εγγονόπουλου και του πρώιμου Εμπειρίκου της «Υψικαμίνου» - για να δώσουμε κάποια κλασικά σημεία αναφοράς από τον ελληνικό χώρο, που είναι και η πιο προσιτή πηγή επιρροής - διαθέτοντας τα στοιχεία εκείνα που την απομακρύνουν αρκετά από τον καθαρόαιμο υπερρεαλισμό και δεν είναι άλλα από το μέτρο, το ρυθμό και την ομοιοκαταληξία, στοιχεία βέβαια επιβεβλημένα από τις ανάγκες τις μελοποίησης (δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα συγκεκριμένα ποιήματα προορίζονται για να γίνουν τραγούδια.).

Ξεκινώντας λοιπόν από τη διαπίστωση αυτή, ότι δηλαδή η ποίηση του Πανούση κρατά επιβεβλημένες αποστάσεις από τον αυστηρό - ορθόδοξο υπερρεαλισμό, και έχοντας πάντα κατά νου ότι έχουμε να κάνουμε με έναν κατεξοχήν σατιρικό καλλιτέχνη με μοναδική ικανότητα στο χειρισμό του λόγου (και της λογικής) με σκοπό την παραγωγή χιούμορ σπάνιας ποιότητας, θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τα υπερρεαλιστικά στοιχεία μέσα στα καινούρια του ποιήματα.

Με μια πρώτη ανάγνωση γίνεται αμέσως φανερό ότι ο Πανούσης αντλεί τα θέματά του από τους προσφιλείς τόπους του sex, της θρησκείας και κυρίως της πολιτικής με την ευρύτερη έννοια, αφιερώνοντας το μεγαλύτερο μέρος του έργου του για μια ακόμα φορά στην επανάσταση ενάντια στο σύγχρονο καπιταλιστικό τρόπο ζωής. Ο πλούτος των εικόνων του αντλείται από τα βαθύτερα σημεία του υποσυνείδητου του, αποδεσμεύεται έντεχνα από αυτό και μαστιγώνει τον αναγνώστη - ακροατή με τη γοητεία μιας υπερ-πραγματικής αίσθησης, πολλές φορές δοσμένης χωρίς λογικό ειρμό, χωρίς ποτέ όμως να αγγίζει τα όρια της διάλυσης, στοιχείο που αναμφίβολα θα καταδίκαζε την ποίησή του στην αποκλειστικά σκωπτική αντιμετώπιση. Έτσι προκύπτουν εκπληκτικές υπερρεαλιστικές εικόνες, όπως «Μυγάκι ... διακοσμητικό», «Κηφήνες ... από σκύλο», «Τρελές αγελάδες ... Κατσαρίδες», «Πέφτει το κόκκινο ... μαχαίρι», «Στο σβέρκο μου ... βουβάλια», «Στο παιδικό ... τάφος ... θηλαστικά», «Της θάλασσας ... Δέλτα», «Φάε Οδυσσέα ... κουφέτα», με την ομοιοκαταληξία βοηθό αλλά και εμπόδιο ταυτόχρονα στην επίτευξή τους.

Καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των εικόνων αυτών παίζει η χρήση καινότροπων και παράδοξων συνδυασμών λέξεων, όπως «τζάκι οπτικό», «παιδί πλαστικό», «ομφάλια κλωστή», «μελίσσι βουβό», «τετράγωνο μήλο», «γεύση τσουκνίδας», «γονίδια από σκύλο», «βοσκάνε γιουβέτσι», «ουράνια οθόνη», «Προσεχώς κατσαρίδες», «πυρωμένα μανουάλια», «ανθρώπινα βουβάλια», «λουλούδια πλαστικά», «βρικόλακες θηλαστικά», «της θάλασσας τα πρόβατα», «γόρδιος πατσάς», που όσο κωμικοί φαντάζουν (οι συνδυασμοί) στην αυθυπαρξία τους, τόσο πνευματώδεις και καθοριστικά μορφοποιητικοί - ενοποιητικοί αποδεικνύονται στη λειτουργία τους μέσα στο γενικότερο παρα-λογικό πλαίσιο.

Πολύ λειτουργική αποδεικνύεται επίσης η συνειρμική σκέψη του Πανούση, που επικουρεί και αυτή στη δημιουργία αισθητικά μοναδικών, ανατρεπτικών εικόνων. Έτσι το «τετράγωνο μήλο», που κάποιος καλείται να δαγκώσει, είναι αποκύημα της ίδιας υποσυνειδησιακής μονάδας με το «φιδίσιο αυγό», το «μπιμπερό» με το «μωρό», το «εφτά» με τα «γατιά» (οι γάτες είναι εφτάψυχες) και οι «γκέι» με το «παρεό».

Τέλος, ένα χαρακτηριστικό υπερρεαλιστικό στοιχείο που διακρίνουμε στην ποίηση του Πανούση είναι η τάση του να δημιουργεί παρισώσεις και λογοπαίγνια του τύπου «τρίζει - τριζόνι», «δυο μυρωδιές - δυόσμος», «ξύλινο - ξηλώνει», «ροκ ροκανίδια», «παρέα - παρεό» και σε πιο εύστοχες και επιτυχημένες περιπτώσεις, όταν η παρίσωση δε γίνεται αυτοσκοπός, «νότιος κώλος», «Μήδεια σαγανάκι», «μαντήλι - τρελαμένη ύλη (mad-ύλη)», ενώ θα πρέπει να προσθέσουμε εδώ και τη μοναδική - ευτυχώς - απόπειρα του Πανούση να δημιουργήσει παρήχηση χρησιμοποιώντας με τη μέθοδο της ελεύθερης εναλλαγής στην τριάδα «βάθος - τάφος - τάκος» («Άντε γαμήσου εργατιά»), που έντονα θυμίζει τις ανάλογες - ατυχείς - απόπειρες του Εγγονόπουλου («Γυψ και φρουρά», «Ζει ο Μέγας Αλέξανδρος;», Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής, Αθήνα 1939).

Συμπερασματικά, λοιπόν, θα λέγαμε ότι τα καινούρια ποιήματα του Τζίμη Πανούση είναι η πιο ολοκληρωμένη άσκηση στον έμμετρο υπερρεαλισμό, που έδωσε ποτέ ο δημιουργός. Βέβαια, θα ήταν άστοχο να αναλωθούμε στην αναζήτηση λογοτεχνικών αρετών/ατοπημάτων στην ποίησή του, πόσο μάλλον να την αναλύσουμε και να την κρίνουμε με αυστηρά λογοτεχνικά κριτήρια, καθώς δεν είναι αυτό το ζητούμενο εδώ. Αυτό που κυρίως ενδιαφέρει είναι ότι ο Πανούσης εξακολουθεί να διατηρεί αμείωτο σε όλες του τις πτυχές αυτό που κυρίως αγαπήσαμε σΆ αυτόν, το τρίπτυχο καυστικό χιούμορ - επαναστατικότητα - αντισυμβατικότητα (όλα κάτω από την ομπρέλα της ευφυΐας του), γεγονός που του εξασφαλίζει το μόνο ζητούμενο, την καλλιτεχνική του ζωτικότητα.

 

Παντελής Δημητριάδης

Βιβλιογραφία:

  • Λίνος Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας («Υπερρεαλισμός και νεότεροι», σελ. 290-294), Ζ΄ έκδοση, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1993
  • Λίνος Πολίτης, Ποιητική Ανθολογία, Βιβλίο 8ο - «Η γενιά του 1930 και ο Σεφέρης», 2η έκδοση αναθεωρημένη, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1977