Δίφωνο, τεύχος 41, Φλεβάρης 1999, σελ. 16

Τζίμης Horror Picture Show

Μπορεί οι Αγγλοι να έχουν το «Rocky Horror Picture Show», εμείς όμως έχουμε τον Τζίμη Πανούση! Κι αν στο βρετανικό αιωνόβιο καλτ θέαμα το μόνο που αλλάζει είναι η διανομή των ρόλων, σε μας (στον Τζίμη, δηλαδή) αλλάζουν κάθε χρόνο σχεδόν όλα - εκτός από τα τραγούδια. Εντάξει οι παραστάσεις του μπορεί να μην ενδύονται την πλήρη εξάρτηση ενός καλτ θεάματος, η μυθολογία όμως είναι ίδια: τα αστεία, οι ατάκες, οι αμφιέσεις, τα χάπενινγκ, κυκλοφορούν αστραπιαία από στόμα σε στόμα και αυτό, αντί να κάνει ζημιά (αφού τα τραγούδια του είναι ούτως ή άλλως γνωστά και τα καλύτερα αστεία του επίσης), αυξάνει την επιθυμία «να βρεθείς κι εσύ εκεί». Να παραστείς αυτόπτης μάρτυρας ενός προαναγγελθέντος θεάματος, στημένου για να δώσει την αίσθηση του τυχαίου - πλην όμως, όλα είναι προδιαγεγραμμένα.

ΦΩΤΟ: Γ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ Εδώ είναι και η μεγάλη επιτυχία του «Τζίμης Πανούσης Show». Η αίσθηση του αυθόρμητου είναι πανταχού παρούσα ενώ ταυτοχρόνως τα πάντα είναι απολύτως προσχεδιασμένα. Ευτυχώς για τον Τζίμη Πανούση, η δικαστική περιπέτεια με τον Γιώργο Νταλάρα του παρέχει πρώτη ύλη σάτιρας τουλάχιστον για μια διετία. Καθότι ευφυής καλλιτέχνης και διαθέτων άφθονο χιούμορ, την εκμεταλλεύτηκε μέχρι πέρατος, πλησιάζοντας -χωρίς όμως να φτάνει- τα όρια του κορεσμού.

Ο Τζ. Πανούσης ξέρει τα ελαττώματά του: Υστερεί μουσικά, συχνά δε και στιχουργικά, φλυαρεί, επαναλαμβάνεται. Τα καλύπτει, όμως, με τα προτερήματα που διαθέτει: Είναι ένας επίκαιρος και ολοκληρωμένος performer που δεν χρησιμοποιεί κλισέ ή ξεπερασμένες τακτικές για να εκβιάσει το γέλιο (κι όταν το κάνει ο τρόπος του είναι έξυπνος και γλυκός) και έχει πλέον αναδειχθεί σε «μετρ της λεπτομέρειας». Περισσότερο από κάθε άλλη φορά, οι παραστάσεις του στο «Κεντρί» αποκάλυψαν έναν αιρετικό νου που δεν έχει το κόμπλεξ να παραστήσει τον «αναρχικό», μια κοφτερή γλώσσα που χρησιμοποιεί την αθυροστομία χωρίς χυδαιότητα και ένα κωμικό ταλέντο που δεν έχει το άγχος να φτάσει γρήγορα στο αστείο αλλά εκμεταλλεύεται τον κενό χρόνο για να τονίσει τη σκωπτική γωνία από την οποία παρατηρεί (και σχολιάζει) τα πράγματα. Την ικανότητα να τονίζει το πώς και όχι το τι στις παρλάτες και τα αστεία του, ο Τζ. Πανούσης έδειξε ότι την αναπτύσσει συνεχώς. Έτσι, ακόμα και στα πιο «κρύα» ή χοντροκομμένα αστειάκια έχει το κοινό μαζί του. Ο Χριστόδουλος, η αστυνομία, το σεξ, η οικολογία, η πολιτική, το ελληνικό τραγούδι εμφανίζονται σταθερά στη θεματολογία του. Αξίζει, πάντως, προσοχής ο υποδειγματικός τρόπος με τον οποίο σκηνοθέτησε και χειρίστηκε για τις παραστάσεις στο «Κεντρί» το οπτικό υλικό που προβάλλεται μέσω βίντεο - δουλειά για σεμινάριο... σκηνοθεσίας. Φυσικά, όπως κάθε χρόνιά έτσι και σε αυτές τις παραστάσεις έχει τις εμμονές του: Ο Γ. Νταλάρας και οι πρόσφατες δραστηριότητές του είχαν την τιμητική τους όπως και το ελληνικό τραγούδι, το οποίο σε ορισμένες περιπτώσεις έπρεπε ο θεατής να το γνωρίζει αρκετά καλά για να παρακολουθήσει τον καταιγισμό των σχετικών αναφορών. Μάλλον τονισμένο, σε σύγκριση με το παρελθόν, ήταν και το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας, με το οποίο καταπιάστηκε εύστοχα και ισορροπημένα. Προσπάθησε πάντως. Αν, μάλιστα, τα τραγούδια του ήταν λιγότερα και -επιτέλους- χωρίς τη συγκεκριμένη ροκάδικη μανιέρα, και το πρόγραμμα ήταν στημένο με μεγαλύτερη οικονομία, θα βγαίναμε όλοι, εκείνος και εμείς, λιγότερο... κουρασμένοι. Και, εν τέλει, η Ελλάδα θα αποκτούσε το καλτ θέαμα που της αξίζει.

Λεωνίδας Αντωνόπουλος