Ήχος και Hi-Fi (Φεβρουάριος 1985)
ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΤΑΞΙΑΡΧΙΕΣ
Κύτταρο, 25 Ιανουαρίου
Συμβαίνει να παρακολουθώ τον Τζιμάκο απ’ τις ηρωικές εποχές της παράνομης κασέτας, των επεισοδίων στη συναυλία της Καρδίτσας, και του «Σκάυλαμπ» στην Πλάκα. Μέσα στη θολούρα μιας εφηβείας που ψυχομαχούσε σχεδόν αγέννητη, μάζευαοξυγόνο για τη φαιά ουσία μου από τους καπνούς και τα τσιγάρα του «Σκάυλαμπ», πληρώνοντας (μερικές φορές) το ενάμισι κατοστάρικο πού- 'χα έντεχνα οικειοποιηθεί απ' το πενιχρό περιεχόμενο του πατρικού πορτοφολιού. Κοιτώντας πίσω τα χρόνια που περάσανε, έχω την εντύπωση ότι ακολούθησα πιστότατα την αργή αλλά σταθερή μεταμόρφωση του κοινού των Ταξιαρχιών. Απ' τα δεκαεφτάχρονα φρικιά στους εργαζόμενους αριστερούς φοιτητές. Απ' το γνήσιο αλλά όχι ιδιαίτερα συνειδητοποιημένο χαβαλέ στην κόντρα με τους ένστολους ή πνευματικούς μπά- τσους. Αυτή η μεταμόρφωση, που προέρχεται απ' το ίδιο το γκρουπ αλλά και απευθύνεται σ’ αυτό, είναι ό,τι πιο ενδιαφέρον και ευδιάκριτο συνέβη όλα αυτά τα χρόνια. Ο ίδιος ο Τζιμάκος πρέπει να τόχει ψυλλιαστεί καλύτερα από κάθε άλλον. Κι η συμπεριφορά του ακόμη είναι σαφώς πιο επαγγελματική σήμερα απ' ότιπαλιότερα. Ας μη βιαστούν όσοι βγάζουν εύκολα συμπεράσματα να εξακοντίσουν τις κατηγορίες τους. Αυτή είναι η φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων...
Οταν γεμίσει η αίθουσα, λίγο πριν αρχίσει το πρόγραμμα, βλέπεις πια καθαρά ότι οι φάτσες που σε περιτριγυρίζουν δεν διαφέρουν και πολύ απ' τη δίκιά σου ή της κοπέλας σου. Πρόσωπα φοιτητικά, ντύσιμο επιμελώς ατημέλητο, άσσος σκέτος, σε μερικές γωνιές κάποια απ' τα συμπαθέστατα φρικιά του παρελθόντος. Άνθρωποι που έχουν να δώσουν τα τέσσερα κατοστάρικα (πάντοτε οι Ταξιαρχίες σέβονταν την τσέπη των ακροατών τους, κι αυτό είναι προς τιμήν τους), κι όχι από κείνους τους γνώριμους και γραφικούς φουκαράδες που σε σταματάνε τα καλοκαίρια στο Μουσείο για να τους δώσεις κάνα δεκάρικο
Κάποια στιγμή, «η αυλαία θ' ανοίξει, θα σ' αποκαλύψει». Νάτος ο Τζίμης. Ίδιος κι απαράλλαχτος. Σαρκαστικός, αναιδέστατος, με το ματάκι παιχνιδιάρικο, με γλώσσα που τσακίζει κόκαλα, έρχεται κατ' ευθείαν από την αριστοφανική κωμωδία για να δώσει στο χάλι μας κάποιο ρυθμό, έστω και για τρεις μόνον ώρες. Λένε πως, απ' τα γνωστά μέσα επικοινωνίας, τα πιο σαράβαλα είνάι οι λέξεις. Σωστά.
Οπως και να τις χρησιμοποιήσεις, η παρουσίαση αυτού του καλλιτέχνη πάνω στη σκηνή θα βγει λειψή. Ο υπ' αριθμόν ένα εικονοκλάστης της σημερινής Ελλάδας (της σημερινής, γιατί κάποτε πέρασαν από δω άνθρωποι σαν το Σουρή, το Βαμβακάρη, το Σκαρίμπα, τον Η. Πετρόπουλο, το Σαββόπουλο) συμβαίνει νάναι ένας ροκ καλλιτέχνης. Ας μην είμαστε τυφλοί. Ας μάθουμε να βλέπουμε τα πράγματα με την προοπτική μερικών δεκαετιών.
Οι παρλάτες, τα στιχάκια και τα τραγούδια του είναι ένας οδοστρωτήρας που δεν διατίθεται ν' αφήσει τίποτα στη θέση του. Λέγοντας τα πράγματα με τ' όνομά τους, συνθλίβοντας πρώτο και καλύτερο τον ίδιο του τον εαυτό: «Δεν είμαι εγώ, είν' ο κρυμμένος μου εαυτός, ο μίστερ Χάιντ / που λέει αστεία τραγουδάκια κι όλο στιλ χοροπηδάει / Εγώ είμαι δόκτορας, ο δόκτωρ Τζέκιλ / και θα με βρεις κρυμμένο μες στα παρασκήνια / να παζαρεύω προθεσμίες με το χάρο για ένα μήνα / και να μοιράζομαι μαζί της συναυλίας τα σελίνια».
Κι από κει και πέρα, με τη συνδρομή μιας καλοδουλεμένης ροκ μπάντας, ξεκινά μια ροκ εν ρολ ελεγεία, ένας καταλυτικός επικήδειος για όλους εκείνους τους μικρούς θανάτους μέσα στους οποίους μαρτυρούμε καθημερινά. Από το σεξουαλικό υποσιτισμό μέχρι το διαφημιστικού ήθους ενδιαφέρον για τα παιδιά της Αιθιοπίας. Από το δεινόσαυρο του υπαρκτού σοσιαλισμού μέχρι τη σύλληψη μιας ομάδας δημοκρατικών πολιτών που διαδήλωσαν άνευ κρατικής αδείας ενάντια στο πρόσφατο εν Αθήναις πανηγύρι του ευρωπαϊκού νεοφασισμού. Από το επιχορηγούμενο ελληνικό ροκ μέχρι την αγοραία ρεμπετοπληξία. Από το μεσοαστικό μικρόκοσμο της θέσης σε δημόσια υπηρεσία και του Ι.Χ. μέχρι το αφιόνι της κατανάλωσης. Εκατοντάδες μικροί σταυροί, ένα πολύχρωμο νεκροταφείο χωρίς σύνορα.
Η μουσική βάση στα τραγούδια του γκρουπ οικοδομείται από πολλά και ετερόκλητα υλικά, με κυριότερες αναφορές το ροκ, τη ρέγκε, την μπαλάντα και την τζαζ. Όμως εκτός απ' τα τραγούδια, υπάρχουν και τα μουσικά μοτίβαπου σχολιάζουν την παράσταση. Είναι ακούσματα καθημερινά και γνώριμα, απ' αυτά που καλείται ν’ αντιμετωπίσει κανείς καθημερινά ανοίγοντας την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο. Τραγουδάκια από σαχλές διαφημίσεις, ανατολίτικα ή εξωτικά ακούσματα, ως και τον... εθνικό ύμνο, απαραίτητο επίλογο στο θλιβερό κρατικό μονόλογο των μέσων μαζικής επικοινωνίας.
Ας μην έχουμε αυταπάτες. Ταμπουρωμένοι πίσω απ' την προοδευτικών τάσεων ευπρέπειά μας δεχόμαστε έναν καταιγισμό από παραστάσεις και ακούσματα που τα κουβαλάμε μέσα μας ασχημάτιστα, πληρώνοντας έτσι το τίμημα στα σύγχρονα τέρατα της πληροφόρησης και στις τερατογεννέσεις των πληροφοριών. Είναι απολύτως αδύνατο μέσα σ' αυτό το γοητευτικό σαν το τραγούδι των σειρήνων χάος να ορισθεί με ακρίβεια η πραγματική διάσταση, αξία και ευθύνη κάθε πληροφορίας. Αλλά, βέβαια, για να μπορούμε να είμαστε κάτι παραπάνω από σίγουροι. Καμιά επανάσταση δεν θα ξεκινήσει απ’ τα στιχάκια του Τζιμάκου. Οι εφεδρείες του γοητευτικά αμπαλαρισμένου μικροαστισμού μας είναι ανεξάντλητες. Και μόνο το γεγονός ότι για τις λίγες ώρες μιας ροκ παράστασης ερχόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο με τα περιττώματά μας, είναι αρκετό. Βγαίνοντας έξω, μπορούμε να επιστρέφουμε στις θέσεις μας σέρνοντας ο καθένας το σταυρό του ανάλογα με τις δυνάμεις και τα περιθώρια κινήσεων που έχει δημιουργήσει με το μικρό, προσωπικό αγώνα του στον κύκλο που κινείται. Θά’ναι όμως κάπως λιγότερο τυφλός από πριν.
Γιώργος I. Αλλαμανής