Ριζοσπάστης, 18/02/1983

Ο «Δράκουλας των Εξαρχείων» απειλεί τον κόσμο...

Από εισιτήρια καλά πάμε, από ποιότητα όμως;

Για μια ακόμα χρονιά το κοινά εμπιστεύτηκε τον ελληνικό κινηματογράφο, (οι 7 πρώτες σε εισιτήρια ταινίες, όπως δείχνει ο κατάλογός, είναι ντόπιας παραγωγής)· Όμως είναι πολύ αμφίβολο αν το κοινό έμεινε, έστω μετρίως ευχαριστημένο και αν θα παρατείνει την εμπιστοσύνη του. Με άλλα λόγια πρόκειται για μια λάμψη «αρπαχτής», χωρίς προοπτικές, χωρίς δυνατότητες και χωρίς καλές αναμνήσεις. Και το χειρότερο, είναι μια «Λάμψη» που τυφλώνει κάθε έννοια κουλτούρας, ευπρέπειας, στοχασμού, ήθους, πολιτικής σκέψης και ενός μίνιμουμ προοδευτικού προσανατολισμού. Το πρόβλημα όμως δεν περιορίζεται στη νεκρανάσταση του τυπικά και ουσιαστικά κατασκευασμένου «εμπορικού κινηματογράφου», που είναι χειρότερος από τον παλιό εαυτό τον. Είναι και το θλιβερό γεγονός της ενσωμάτωσης νέων ανθρώπων που ξεκίνησαν με κάποιες προθέσεις, σ’ αυτή τη διαδικασία αλλοτρίωσης, υποχώρησης και εξυπηρέτησης μιας αισθητικής και τελικά μιας ιδεολογίας που κάποτε με διακηρύξεις τους, πολεμούσαν.

Και σ’ αυτή την κατηγορία δεν εμπίπτει (μόνο) η περίπτωση του Βασίλη Μπουντούρη με το «Είμαι ...Ρίτα», που δυστυχώς ατό κάποιους πλασάρεται σα δείγμα «λαϊκού» σινεμά και κοινωνικής κριτικής. Είναι και ο Νίκος Ζερβός που επί τροχάδην συναρμολόγησε το «Δράκουλα των Εξαρχιών» και θ' ακολουθήσουν κι άλλοι.

Πριν ο κριτικός σταθεί στην ουσία της ταινία του Ζερβού, σ’ αυτό που λέμε «περιεχόμενο» θα πρέπει πρώτα να συνέλθει από τη συστηματική κακοποίηση της όποιας ελάχιστης αισθητικής του. θα πρέπει να ουνέλθα από την εξόντωση των στοιχειωδών διαδικασιών και προδιαγραφών παραγωγής μια ταινίας. Και θα πρέπει μετά λύπης του να διαπιστώσει πως αυτό το «πράμα» που είδε είναι περιτυλιγμένο αυθαίρετα με τη λέξη «ταινία», όπου δεν υπάρχει σενάριο, σκηνοθεσία, έστω κάποια ιστορία ή κάποια προεργασία. Και ακόμα θα πρέπει να ομολογήσει πως αυτό που υπέστη ήταν ένα αυθεντικό προϊόν αυτής της στάσης στη ζωή, που στη νεοελληνική αργκό λέγεται «χαβαλές». Αν λοιπόν η έννοια και ο χαρακτηρισμός της υποκουλτούρας σ’ όλο το κυριολεκτικό «μεγαλείο» της, εφάπτεται της σύγχρονης πραγματικότητας στις αίθουσες και σ’ όλο το μήκος και το πλάτος του κυκλώματος θέαμα-ακρόαμα, στην περίπτωση του «Δράκουλα των Εξαρχείων» βρίσκει τον καλύτερο και τον πιο προσαρμόσιμο εκφραστή του.